μένω

μένω
(ΑM μένω, Α και μίμνω)
1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.)
2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή προσωρινή κατοικία κάπου (α. «μένει με τα παιδιά της» β. «έμεινε πολύ καιρό στην Αυστραλία» γ. «τοῡ γυναίου μένοντος πρὸς τοὺς γονέας», Ιπποκρ.
δ. «όπου τέτταρας μυριάδας ἀνθρώπων μένειν ἐργαζομένων», Στράβ.)
3. (στη μάχη) παραμένω σταθερά στη θέση μου, υπομένω την έφοδο τού αντιπάλου χωρίς να υποχωρώ στην ορμή του («οὐκέτι ἐδύναντο μένειν, ἀλλά στραφέντες ἔφυγον», Ξεν.)
4. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση (α. «τίποτε πλέον δεν έμεινε, όλα άλλαξαν» β. «έμεινα άγρυπνος μέχρι το πρωί» γ. «ἐν ταυτῷ στρεφόμενα ἀεὶ μένει», Πλάτ.)
5. (σχετικά με πράγματα ή καταστάσεις) είμαι σταθερός ή πιστός σε κάτι (α. «έμειναν στα πατροπαράδοτα» β. «παῑδας μένοντας ἐμπέδους φρονήμασι», Σοφ.)
6. ισχύω, έχω κύρος, διατηρούμαι, διασώζομαι
7. διαρκώ, εξακολουθώ να υπάρχω (α. «όλα αυτά τα γεγονότα θα μείνουν στην ιστορία» β. «ὁ πόλεμος πλεῑον μείνας ἐτῶν πέντε», Διόδ.)
8. υπομένω κάτι, αντιστέκομαι σε κάτι («ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ», Ευρ.)
9. στέκομαι κάπου περισσότερο από το κανονικό, βραδύνω, καθυστερώ, χρονοτριβώ (α. «δεν μπορώ να μείνω άλλο, γιατί μέ περιμένουν στο σπίτι» β. «τῷ νῡν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι μεῑναι ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα», Ομ. Οδ.)
10. (ως απρόσ.) μένει
υπολείπεται, απομένει (α. «δεν μάς μένει τίποτε άλλο παρά να χρεωκοπήσουμε» β. «τοῑς πᾱσι ἀνθρώποισι κατθανεῑν μένει», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (στο γ' πρόσ.) διακόπτεται, σταματά η συνέχεια μιας προσπάθειας ή συζήτησης («να μένει η παραγγελία»)
2. εκπλήσσομαι, κοκαλώνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, σαστίζω, τά χάνω («μόλις τό άκουσε, έμεινε»)
3. φρ. α) «μένω πίσω»
i) καθυστερώ
ii) υστερώ σε κάτι
β) «μένω στον άσσο» ή «μένω άσσος» ή «μένω νέτος» ή «μένω σκέτος»
i) μένω ολομόναχος
ii) μού τελειώνουν τα χρήματα
γ) «μένω με σταυρωμένα τα χέρια» — απρακτώ, αδρανώ
δ) «μένω στον τόπο» ή, απλώς, «μένω» — πεθαίνω αμέσως, πεθαίνω αιφνίδια χωρίς να χαροπαλέψω
ε) «μένω ταπί» ή «μένω πανί με πανί» ή «μένω με το πουκάμισο» ή «μένω με μισό παπούτσι» ή «μένω άφραγκος» ή «μένω αδέκαρος» — μού τελειώνουν τα χρήματα
στ) «μένω στο ράφι» — μένω ανύπαντρος
ζ) «μένω στα κρύα τού λουτρού» — διαψεύδονται οι ελπίδες μου ή δεν εκπληρώνονται οι επιθυμίες μου
η) «μένω θεατής»
i) αποσύρομαι από την ενεργό δράση
ii) παραμένω απαθής
θ) (για πλοίο) «μένω αρόδο» ή «μένω αρόδου» — αγκυροβολώ έξω από το λιμάνι
ι) «μένω στους πέντε δρόμους» — εγκαταλείπομαι, αφήνομαι απροστάτευτος και αβοήθητος
ια) «μένω με το στόμα ανοιχτό» ή «μένω σύξυλος» ή «μένω κόκαλο» ή «μένω ξερός» ή «μένω σέκος» — είμαι εμβρόντητος, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, ακινητώ από έκπληξη
νεοελλ.-μσν.
1. περιέρχομαι σε μια κατάσταση (α. «μένω έκπληκτος» β. «μένω ευχαριστημένος»)
2. (για πλοία) αγκυροβολώ, αράζω
3. (για στρατό) στρατοπεδεύω
4. υπολείπομαι, απομένω ως υπόλοιπο («από τον μισθό του δεν τού μένει τίποτα»)
5. περιέρχομαι στην κυριότητα κάποιου, κληροδοτούμαι («όταν πεθάνει, όλα θα μείνουν στα ανίψια του»)
μσν.
1. έρχομαι σε σαρκική μίξη
2. διστάζω, συγκρατούμαι
3. φρ. α) «μένω σ' ἀπορίαν» — θαυμάζω
β) «μένω στὸν θάνατο» — πεθαίνω
γ) «ὀλί(γ)ον ἔμεινεν» — λίγο έλειψε
δ) «μένω ἐπάνω» — είμαι υπεύθυνος
μσν.-αρχ.
1. αδρανώ («ἀλλ' οὐδ' ὅ μείνας νῡν ἐν Ἑλλάδος τόποις», Αισχύλ.)
2. αναμένω, περιμένω (α. «εἰς ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῑν», Ομ. Οδ.
β. «τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ μένοντες
(ενν. ἀστέρες) οι απλανείς
2. φρ. «μένειν ἀπὸ πτολέμοιο» — αποφεύγω τον πόλεμο, μένω μακριά από τον πόλεμο
3. φρ. «ὁ μένων κύκλος» — ο σταθερός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μένω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *men- «μένω, παραμένω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. ma-mandhi «περιμένω, στέκομαι ακίνητος», αρχ. περσ. man- «μένω, παραμένω», λατ. mansio, manēre (με μακρό -e-, πρβλ. με-μέν-η-κα), αρμ. mnan «μένω», γαλλ. maison «οικία, οίκος», menage «νοικοκυριό, σπιτικό» κ.ά. Ο ενεστ. μί-μν-ω, *με ενεστωτικό διπλασιασμό, ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας, ενώ τα παράγωγα μονή, μόν-ι-μος και τα σύνθετα σε -μονος στην ετεροιωμένη βαθμίδα. Το ρ. μένω, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μένε- όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο (πρβλ. αρχε-* < ἄρχω), π.χ. μενε-χάρμης, μενεπτόλεμος.
ΠΑΡ. μονή, μόνιμος
αρχ.
μενετός
μσν.μένημα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μεναίχμης, μένανδρος, μενεγχής, μενδήιος, μενέδουπος, μενεκράτης, μενέκτυπος, μενεμάχος, μενεπτόλεμος, μενεφύλοπις, μενεχάρμης, μενέχαρμος. (Β' συνθετικό) αναμένω, απομένω, διαμένω, εμμένω, εναπομένω, ενδιαμένω, επιμένω, παραμένω, περιμένω, προσμένω, υπομένω
αρχ.
διεμμένω, εγκαταμένω, ενεπιμένω, επαναμένω, επιδιαμένω, επικαταμένω, επιπαραμένω, καταμένω, παραπομένω, παρεπιμένω, προσαναμένω, προσκαταμένω, προσπαραμένω, προσυπομένω, συμμένω, συμπαραμένω, συνδιαμένω, υποκαταμένω
νεοελλ.
ξεμένω, πισωμένω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μένω — stay pres subj act 1st sg μένω stay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — μένω, έμεινα βλ. πίν. 178 (και ως απρόσ. μένει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μενῶ — μένω stay fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — έμεινα 1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του. 2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία. 3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου. 4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μένον — μένω stay pres part act masc voc sg μένω stay pres part act neut nom/voc/acc sg μένω stay imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μένω stay imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένετε — μένω stay pres imperat act 2nd pl μένω stay pres ind act 2nd pl μένω stay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένῃ — μένω stay pres subj mp 2nd sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξωμένω — μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε , + μένω] …   Dictionary of Greek

  • μεινάντων — μένω stay aor part act masc/neut gen pl μένω stay aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμενηκότα — μένω stay perf part act neut nom/voc/acc pl μένω stay perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”